Σωκράτης και Αλκιβιάδης
Παρουσίαση του βιβλίου του Ροβήρου Μανθούλη «Η δίκη το Αλκιβιάδη και των 72 της «7 Ιούνη»
Παρίσι, Maison de la Grèce, 24.11.2016
Τον δέκατο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου Αθήνα και Σπάρτη με εκατέρωθεν κέρδη και απώλειες, έρχονται σε ανακωχή. Ο Αλκιβιάδης είναι τότε μόλις 30 ετών. Βλαστάρι του αριστοκρατικού γένους των Αλκμεωνιδών, εγγονός του Κλεισθένη και ανεψιός του Περικλή, που τον ανάθρεψε, όταν αυτός ορφάνεψε στα πέντε του χρόνια, είναι ακριβώς την εποχή αυτή του μεσοπολέμου που αρχίζει να εμπλέκεται στην πολιτική και να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην δημόσια ζωή της Αθήνας. Όταν λοιπόν το 415 δύο σικελικές πόλεις, η Έγεστα και οι Λεοντίνοι, ζητούν την βοήθεια των Αθηναίων στον πόλεμο που είχαν με γειτονικές τους πόλεις, το θέμα έρχεται για ψηφοφορία στην εκκλησία του δήμου. Θύματα παραπληροφόρησης όσον αφορά τις συνθήκες και τα δεδομένα μία τέτοιας εκστρατείας οι Αθηναίοι καταλαμβάνονται από διακαή επιθυμία να αποπλεύσουν αμέσως, χωρίς να αναλογίζονται τους κινδύνους ενός τόσο παράτολμου εγχειρήματος. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους δὲν ἤξεραν οὔτε τὴν ἔκταση τῆς Σικελίας, οὔτε τὸν ἀριθμὸ τῶν κατοίκων της, Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων, οὔτε ὑποπτεύονταν ὅτι θὰ ἄρχιζαν ἕναν πόλεμο ὁ ὁποῖος ἐλάχιστα θὰ διέφερε σὲ σπουδαιότητα ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Πελοποννησίων, θα γράψει ο Θουκυδίδης[i]. Βαθύτερη επιδίωξή τους, προσθέτει ο ιστορικός, ήταν η κατάκτηση ολόκληρου του νησιού και στη συνέχεια ακόμα και της Καρχηδόνας[ii]. Και μπροστά στον στόχο αυτό είχαν καταληφθεί από τη «νόσο της Σικελίας»· καὶ ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι, αφηγείται παραστατικά ο Θουκυδίδης[iii].
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ
Ο Αλκιβιάδης πρωτοστατεί υπέρ της εκστρατείας. Ο πολιτικός του αντίπαλος, ο Νικίας, διαφωνεί και προσπαθεί να μεταπείσει τους Αθηναίους. Μάταια. Αυτοί δεν βλέπουν την ώρα να αποπλεύσουν. Απρόθυμα ο Νικίας υποτάσσεται στην απόφαση της πλειοψηφίας και με τον Αλκιβιάδη και τον Λάμαχο ορίζονται επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος.
Όμως το διάστημα των ελάχιστων ημερών που μεσολαβεί από την απόφαση μέχρι την αναχώρηση του στόλου ένα περιστατικό συνταράσσει την πόλη. Στις 8 Ιουνίου του 415, ημέρα του απόπλου, οι Αθηναίοι ξυπνούν και βλέπουν όλες σχεδόν τις Ερμές της πόλης ακρωτηριασμένες[iv]. Οι Ερμές ήταν πέτρινες στήλες που στις πλευρές τους απεικόνιζαν ανάγλυφα την προτομή και τον φαλλό του Ερμή και τοποθετούνταν ως ορόσημα στις εισόδους κατοικιών και ιερών. Εξασφάλιζαν την προστασία του θεού και για τον λόγο αυτό είχαν σημασία θρησκευτική. Οι Αθηναίοι συγκλονίζονται. Θεωρούσαν τὸ πράγμα ἐξαιρετικά σοβαρό, γιατὶ νόμιζαν ὅτι ἦταν κακὸ σημάδι γιὰ τὴν ἐκστρατεία καὶ ὅτι ἦταν ἐκδήλωση συνωμοσίας γιὰ νὰ γίνη ἐπανάσταση καὶ να ἀνατραπῆ ἡ δημοκρατία, μας λέει ο Θουκυδίδης[v]. Και αντιδρούν άμεσα. Επικηρύσσουν τους δράστες της ιεροσυλίας αυτής με μεγάλες αμοιβές για τους καταδότες. Τους είχε καταλάβει φόβος, τρόμος και πανικός. Πίστεψαν ότι ο ακρωτηριασμός των Ερμών είχε διπλό στόχο: από τη μια τη ματαίωση της Σικελικής εκστρατείας, από την άλλη – και αυτό ήταν το σοβαρότερο- την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι Αθηναίοι ποτέ δεν είχαν πάψει να φοβούνται την επάνοδο της ολιγαρχίας, η οποία είχε καταλυθεί με τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και του Περικλή. Έβλεπαν παντού ανατρεπτικές δολοπλοκίες: ἐφοβεῖτο (ο δῆμος) ἀεὶ καὶ πάντα ὑπόπτως ἐλάμβανε[vi]. Τον μόνιμο φόβο τους αυτόν δεν παρέλειψε να διακωμωδήσει ο Αριστοφάνης στις Σφήκες, τους Όρνιθες και τη Λυσιστράτη του. Θεώρησαν λοιπόν οι Αθηναίοι τον ιερόσυλο ακρωτηριασμό των Ερμών από αγνώστους ως προανάκρουσμα πολιτικών εξελίξεων. Ενοχοποιούν για την ενέργεια αυτή τις μυστικές εταιρίες, μασονικού τύπου ομαδώσεις που δρούσαν τότε στην Αθήνα, οι οποίες φανερά ή κρυφά βυσσοδομούσαν για την επάνοδο της ολιγαρχίας. Και παγωμένοι μπροστά στην πολιτική αυτή απειλή πάνε ένα βήμα παραπέρα: προτρέπουν οποιονδήποτε, είτε πολίτη, είτε μέτοικο, είτε δούλο γνωρίζει οποιαδήποτε άλλη ιεροσυλία[vii] να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του (ἀδεῶς)· να την καταγγείλει με «εἰσαγγελία»· ένα ένδικο βοήθημα, του οποίου γινόταν χρήση για τα βαρύτερα αδικήματα που στρέφονταν κατά του κοινωνικού συνόλου, του κράτους και του πολιτεύματος και που –λόγω της σημασίας των αδικημάτων που αφορούσε- παρεχόταν κατ’ εξαίρεση ακόμα και σε μέτοικους και δούλους.
Ο Αλκιβιάδης καταγγέλλεται για διπλή ιεροσυλία: τόσο για τις Ερμοκοπές όσο και για μία άλλη παλαιότερη ενέργειά του, την παρωδία των Ελευσινίων μυστηρίων, στην οποία, λέει, είχε επιδοθεί σε ιδιωτικό κύκλο. Οι ιστορικοί δέχονται ότι στην πρώτη υπόθεση σίγουρα δεν είχε ανάμιξη. Πώς άλλωστε, αφού αυτός υπήρξε ο πρωτεργάτης και αρχιτέκτονας της Σικελικής εκστρατείας; Για την δεύτερη όμως δεν το αποκλείουν, δεδομένου του θρασύ και απερίσκεπτου χαρακτήρα του[viii]. Άγνωστο τι πράγματι συνέβη. Οι Αθηναίοι πάντως μετά από όλα αυτά νόμισαν ὅτι ἐπιδίωξή του ἦταν νὰ γίνει τύραννος καὶ ἔγιναν ἐχθροί του[ix]. Εκείνο λοιπόν το ταραχώδες πρωινό της 8ης Ιουνίου και πριν αποπλεύσει ο στόλος ο Αλκιβιάδης ζητά να δικαστεί αμέσως, ώστε «να φύγει καθαρός». Όμως οι Αθηναίοι δεν τον κρατούν για να μη ματαιωθεί η εκστρατεία. Θα τον δικάσουν αργότερα, όσο θα είναι ακόμα μακριά, ύστερα από μία νέα εναντίον του καταγγελία. Θα τον ανακαλέσουν τότε από την Σικελία, αυτός όμως θα διαφύγει στη Σπάρτη, θα δικαστεί ερήμην και θα καταδικαστεί σε θάνατο[x]. Η περιουσία του θα δημευτεί, το όνομά του θα χαραχτεί για διασυρμό, σε στήλη και επίσημες κατάρες θα απαγγελθούν εναντίον του[xi]. Ο Ακλιβιάδης «δεν έχει πια ούτε αξίωμα, ούτε πατρίδα, ούτε περιουσία»[xii].
Μετά την αναχώρηση του Αλκιβιάδη για τη Σικελία ξεσπά στην Αθήνα βροχή καταγγελιών και κατηγοριών, εύκολων, συχνά ανυπόστατων, προς πάσα κατεύθυνση. Επικρατεί μία ατμόσφαιρα που έχει παρομοιαστεί με λίστες προγραφών[xiii]. Οι Αθηναίοι χωρὶς νὰ ἐλέγχουν τὸ ποιὸν τῶν καταδοτῶν, ἀποδέχονταν φιλύποπτα ὅλες τὶς καταγγελίες, καί, δίνοντας πίστη σὲ ἀχρείους ἀνθρώπους, ἔπιαναν κ’ ἔριχναν στὴν φυλακὴ εὐϋπόληπτους πολίτες, σχολιάζει ο Θουκυδίδης[xiv]. Συνολικά δικάστηκαν 72 άτομα. Μερικοί από αυτούς είχαν ενοχοποιηθεί μόνον για τις Ερμοκοπές, άλλοι και για τις δύο ιεροσυλίες, όπως άλλωστε και ο Αλκιβιάδης. Όλοι τους καταδικάστηκαν και θανατώθηκαν[xv], με εξαίρεση όσους διέφυγαν για να σώσουν το κεφάλι τους.
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η λεγόμενη «δίκη του Αλκιβιάδη». Αυτή δεν είναι ωστόσο μόνο μία. Ούτε αφορά ένα μόνον αδίκημα. Ούτε στο σκάνδαλο που προκλήθηκε εμπλέκεται μόνον ο Αλκιβιάδης. Αυτό είναι το πρώτο που αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς και μόνον με ένα φυλλομέτρημα του βιβλίου Η δίκη του Αλκιβιάδη και των 72 της « 7 Ιούνη» του Ροβήρου Μανθούλη[xvi], το οποίο έχω σήμερα την τιμή και τη χαρά να σας παρουσιάσω. Στις πολλαπλές και απανωτές δικαστικές ενέργειες, που έλαβαν τότε χώρα στην Αθήνα, κατηγορούμενοι ήταν κυρίως μέλη μυστικών εταιριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Αλκιβιάδης, αφού και αυτός, όπως μαθαίνουμε, είχε οργανώσει γύρω του μία τέτοια εταιρία[xvii]. Οι κατηγορίες λοιπόν αφορούν δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους αδικήματα, που σε ένα πρώτο επίπεδο σχετίζονται με την υλική και πνευματική-ηθική βεβήλωση των ιερών και οσίων της πόλης (ιεροσυλία), ενώ σε ένα δεύτερο συνδέονται – άρρητα- με τις πολιτικές προεκτάσεις που οι Αθηναίοι απέδοσαν στη βεβήλωση αυτή (εσχάτη προδοσία).
Οι αρχαίες μαρτυρίες του σύνθετου αυτού πλέγματος γεγονότων είναι διάσπαρτες σε πληθώρα κειμένων ιστορικών, λογογράφων, φιλοσόφων, κωμωδιογράφων. Στο βιβλίο του Η δίκη το Αλκιβιάδη και των 72 της «7 Ιούνη»ο Ροβήρος Μανθούλης συγκεντρώνει μία-μία τις ψηφίδες της πολύκροτης αυτής υπόθεσης μέσα από τα αρχαία κείμενα, τα οποία γνωρίζει και αξιοποιεί[xviii]· και ανασυνθέτει μία ολοκληρωμένη εικόνα του δικαστικού σήριαλ που αυτή πυροδότησε και που οδήγησε στον θάνατο δεκάδες Αθηναίους, οι οποίοι δίκαια ή άδικα στοχοποιήθηκαν μέσα στο κλίμα γενικής παράκρουσης που κυριάρχησε.
Πώς μία τέτοια ιστορία δεν θα μπορούσε να ελκύσει τον Ροβήρο Μανθούλη; Όπως γράφει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου του, η υπόθεση αυτή έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ψύχωση που χαρακτηρίζει τις διώξεις του μανιακού γερουσιαστή Μακάρθυ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου[xix]. Πράγματι, οι διώξεις της εποχής του μακαρθισμού μοιάζουν με εκείνες των αλλοπαρμένων Αθηναίων του 415 π.Χ.: και στις δύο περιπτώσεις επικράτησε ένα γενικευμένο κλίμα τρομοκρατίας· και στις δύο περιπτώσεις προκηρύχθηκαν αμοιβές σε καταδότες[xx]· και στις δύο περιπτώσεις μέσα από βιαστικές καταδίκες δικαίως ή αδίκως διώχθηκαν (και θανατώθηκαν, στην Αθήνα) οι καταδιδόμενοι[xxi]. Το κλίμα αυτό ο Ροβήρος Μανθούλης το γνωρίζει από πρώτο χέρι, όταν φοιτητής ακόμα της Σχολής Κινηματογράφου και Θεάτρου στο πανεπιστήμιο των Συρακουσών της πολιτείας της Νέας Υόρκης φακελώθηκε για τα φρονήματά του, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο σε τοπική εφημερίδα. Έτσι λοιπόν το προσωπικό του βίωμα πυροδοτεί το ενδιαφέρον του για την συγκλονιστική αυτή υπόθεση της Αρχαιότητας, που αμέσως του γίνεται αναγνωρίσιμη και οικεία.
Δεν είναι ωστόσο μόνον οι βιωματικές αναφορές στον μακαρθισμό που ώθησαν τον Ροβήρο Μανθούλη να ανασυνθέσει μέσα από διάσπαρτες ψηφίδες το μεγάλο μωσαϊκό της πιο συνταρακτικής δίκης της Αρχαιότητας, όπως την χαρακτηρίζει[xxii]. Είναι η ίδια η ελληνική Αρχαιότητα που τον γοητεύει. Τον γοητεύει ως Ιστορία. Εκτός από την Δίκη του Αλκιβιάδη και των 72 της « 7 Ιούνη» θα συνθέσει και ένα Χρονολόγιο της ελληνικής Αρχαιότητας – 776 π.Χ. -394 μ.Χ[xxiii]· ένα βασικό και συνοπτικό εποπτικό και εύχρηστο βοήθημα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας από την πρώτη μέχρι την τελευταία Ολυμπιάδα, που συνοδεύεται από ευρετήριο και 17 πίνακες και παραρτήματα. Ακόμα και αν κάποιος γνωρίζει τα γεγονότα, δεν μπορεί να αντισταθεί από το να τα ξαναδιατρέξει μέσα από τα σύντομα λήμματα του Χρονολογίου αυτού ως συνοπτικές μικροϊστορίες. Σε αυτές θα βρει ανέκδοτα, παραλειπόμενα, συσχετισμούς, παραλληλισμούς και αντιστοιχίες με τη σύγχρονη εποχή που ενδεχομένως δεν είχε ποτέ σκεφτεί (όπως για παράδειγμα τις Αμφικτυονίες που παραλληλίζονται με την Κοινωνία των Εθνών και τον μετέπειτα ΟΗΕ[xxiv]), με τα οποία ο συγγραφέας διανθίζει τα ιστορικά γεγονότα.
Η Αρχαιότητα γοητεύει όμως –και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό- τον Ροβήρο Μανθούλη και από τη σκοπιά εκείνη που οι σύγχρονοι Έλληνες συνδέονται με τους Αρχαίους με τον ομφάλιο λώρο εκείνο που μέχρι σήμερα παραμένει αδιάρρηκτος: τη γλώσσα. Λόγω τῆς συνέχειας τῆς γλώσσας, παρατηρεί, ἔχουμε τή σπάνια τύχη νά μπορούμε νά ταξιδεύουμε μέσα στά ἀρχαῖα κείμενα[xxv].
Ως προνομιακός κοινωνός λοιπόν της ελληνικής γλώσσας θα ασχοληθεί καταρχήν με τη απόδοση αρχαίων κειμένων στα νέα ελληνικά. Μεταφράζει τα τέσσερα βιβλία της Κύρου Ανάβασης του Ξενοφώντα, που θα τα βρει κανείς σε ηλεκτρονική έκδοση[xxvi], με εκτενή πρόλογο και σχόλια που παρεμβάλλονται στη διήγηση.
Θα ψάξει ακόμα και θα καταγράψει την αλφαβήτα του αρχαιοελληνικού ερωτισμού και της συμποσιακής ευωχίας των Αρχαίων στο Ἀρχαῖο ἐρωτικό καί συμποσιακό λεξιλόγιο[xxvii]. Λέξεις κοινές, λέξεις τολμηρές, λέξεις αργκό, είναι όλες εκεί ερμηνευμένες, σχολιασμένες με προσθήκες και παρατηρήσεις στα λήμματα. Αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό το περιεχόμενό τους τούς δίνει ανάσα, τις κάνει λέξεις-εικόνες που μας μεταφέρουν με παραστατικό τρόπο το περιβάλλον, τις αντιλήψεις, τις συνήθειες και την κοσμοθεωρία των Αρχαίων σε δύο πολύ σημαντικές πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής.
Τον ενδιαφέρει και η Σαπφώ. Θα αφιερώσει στην ποιητική της γλώσσα το βιβλίο του Σαπφώ η Λεσβία ντερμπεντέρισσα[xxviii]. Πάντοτε αναζητώντας τον κοινό τόπο με τον σύγχρονο ποιητικό λόγο και βρίσκοντας αναλογίες και αντιστοιχίες με το λαϊκό, το δημοτικό και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η Αρχαιότητα είναι λοιπόν για τον Ροβήρο Μανθούλη ο χρονικά απόμακρος τόπος εκείνος, τον οποίο μέσα από την Ιστορία και τη γλώσσα αναδεικνύει ως διαχρονικά οικείο. Στα βιβλία του που στρέφονται γύρω από την ελληνική Αρχαιότητα το τότε και το τώρα είναι πάντα σε αντίστιξη, κάποτε σε μονοφωνία, αφού συχνά το παρελθόν γίνεται μέσα από τα έργα του καθρέφτης του παρόντος.
Από όλα τα βιβλία του που στρέφονται γύρω από την Αρχαιότητα Η δίκη του Αλκιβιάδη και των 72 της «7 Ιούνη» είναι το μοναδικό του ιστορικό αφήγημα. Ελκυστικό ανάγνωσμα, όπως γράφει ο ίδιος, με όλες τις ανατροπές και το σασπένς ενός πρωτότυπου δικαστικού μυθιστορήματος[xxix]. Πρόκειται για μία καταγραφή των δικών ολοζώντανη, συναρπαστική, γοητευτική· ένα εκλαϊκευμένο και ταυτόχρονα έγκυρο ανάγνωσμα, αφού ο Ροβήρος Μανθούλης κινείται με άνεση στα κείμενα και τις πηγές.
Το βιβλίο δεν έχει μονοδιάστατη μορφή. Το κυρίως μέρος του αφιερώνεται βέβαια στην μέχρι κεραίας λεπτομερή καταγραφή της ανακριτικής και ακροαματικής διαδικασίας όλων των δικών ενώπιον της Βουλής. Η καταγραφή είναι ημερολογιακή-παρατακτική και διαλογική με τη μορφή ερωταποκρίσεων, στο πρότυπο του Λυσία, πράγμα που της δίνει εξόχως παραστατικό χαρακτήρα. Είναι σαν ο συγγραφέας να είναι παρών και να κρατά πρακτικά. Το βιβλίο όμως είναι και κάτι περισσότερο: θα βρει εδώ κανείς και τα εργαλεία του ιστορικού: Όλο δηλαδή το απαραίτητο υλικό που συνθέτει τον περίγυρο των δικών αυτών, την ατμόσφαιρα που τις περιβάλλει· τα βασικά και απαραίτητα στοιχεία εκείνα που χρειάζεται κανείς για να προσεγγίσει το πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι δίκες αυτές έλαβαν χώρα, καθώς και τη σκέψη των ανθρώπων που έδρασαν σε εκείνες τις συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης είναι σε θέση να αντιληφθεί τη βαρύτητα και τη σημασία των γεγονότων. Προτού λοιπόν ο συγγραφέας καταπιαστεί με το κυρίως θέμα του προτάσσει δύο σύντομα κεφάλαια, τα οποία αφιερώνει στους βασικούς πρωταγωνιστές, τον Αλκιβιάδη και τις μυστικές εταιρίες που ενοχοποιήθηκαν για τις Ερμοκοπές. Τον Αλκιβιάδη που θα σκιαγραφήσει εδώ δεν θα τον βρούμε σε κανένα εγχειρίδιο Ιστορίας. Ο Ροβήρος Μανθούλης δεν εστιάζει τόσο στις πράξεις του όσο στην προσωπικότητά του, κάτι εύστοχο αν κανείς θέλει να ερμηνεύσει τις συχνά αλλοπρόσαλλες ή εκκεντρικές ενέργειές του. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι ήταν εκθαμβωτικά ωραίος, με μαλλιά μακριά που άφηνε να πέφτουν στην πλάτη σαν χαίτη, ερωτύλος και νυχτοπερπατητής, ερωτεύσιμος από άνδρες και γυναίκες, μέλος της χρυσής νεολαίας της εποχής, αριστοκρατικός και υπερόπτης, ρέμπελος, ζαβολιάρης, αλαζονικός, πεισματάρης και οξύθυμος, γενναίος, εριστικός και πολεμοχαρής, λαμπερός, βίαιος και θρασύς, έξαλλος, φιλάρεσκος, αυτάρεσκος, δοξομανής, αλλά και… ψευδός! Για όλα αυτά -και παρόλα αυτά- πολύ δημοφιλής στους Αθηναίους, μέχρι βέβαια ο θαυμασμός αυτός να μεταστραφεί σε εχθρότητα. Μετά από την εικόνα αυτή ο Αλκιβιάδης δεν είναι πλέον ένας ακόμα ήρωας της Ιστορίας. Είναι ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά, που παίρνει ανάγλυφη και ανθρώπινη μορφή, με τις αρετές και τα πάμπολλα ελαττώματά του· ένας χαρακτήρας που θα ορκιζόμασταν ότι και ακόμα και τούτη δα τη στιγμή αναπνέει κάπου δίπλα μας.
Για τις μυστικές εταιρίες, στις οποίες αφιερώνει τη δεύτερη παράγραφο του κεφαλαίου που προηγείται της δικαστικής διαδικασίας, αφού δώσει μία γενική περιγραφή της σύνθεσης, των επιδιώξεων και της δράσης τους, μας κάνει αμέσως να καταλάβουμε τι ακριβώς αυτές αντιπροσώπευαν, όταν πολύ εύστοχα παραβάλλει τη δράση τους με κομβικά γεγονότα του εικοστού αιώνα, που συνδέθηκαν με τη δράση σκοτεινών παρακρατικών ομάδων: την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ από τους Ναζί, την κατάληψη της Βουλής, κατά τα Ιουλιανά στην Ελλάδα της Αποστασίας, από ακροδεξιούς τραμπούκους με επικεφαλής γνωστόν άνθρωπο του πνεύματος, την ανατίναξη ναρκών κατά την διάρκεια εορτασμού για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου την ίδια εποχή, τη ζαχαρωμένη βενζίνη στα τανκς από τον διαβόητο συνταγματάρχη Παπαδόπουλο[xxx]. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε περί τίνος πρόκειται. Καθώς επίσης και πόσο μονότονα η Ιστορία επαναλαμβάνεται.
Στο τέλος του βιβλίου του ο Ροβήρος Μανθούλης έχει προσαρτήσει πέντε παραρτήματα με ενδιαφέροντα στοιχεία ευρύτερης συνάφειας με το κυρίως θέμα των δικών. Εδώ θα διαβάσει κανείς για δίκες και διώξεις στην Αρχαία Αθήνα, θα βρει ένα χρονολόγιο από το 510 (εποχή του Κλεισθένη, παππού του Αλκιβιάδη) μέχρι το 399 (έτος καταδίκης σε θάνατο του Σωκράτη), το γενεαλογικό δέντρο των Αλκμεωνιδών, έναν πίνακα των ονομασιών των αρχαίων δήμων της Αττικής σε αντιστοιχία μάλιστα με σημερινές γειτονιές της Αθήνας και οικισμούς της Αττικής, τις ονομασίες των μηνών των Αρχαίων σε αντιστοιχία με τους σημερινούς. Όλα τους στοιχεία που συνέλεξε με φροντίδα, κέφι και ενθουσιασμό, θα έλεγα μεταδοτικό. Σε γλώσσα απλή καταγράφει με τέτοιο αφαιρετικό και παραστατικό τρόπο – συχνά και με χιούμορ- όλο τούτο το παράπλευρο υλικό, ώστε αυτό να εντυπώνεται στη μνήμη του αναγνώστη αβίαστα και πολύ ευκολότερα από ό,τι αν διάβαζε ένα ιστορικό εγχειρίδιο. Με αυτή την έννοια το βιβλίο έχει τελικά και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Κλείνοντάς το ο αναγνώστης έχει μπει στο κλίμα όχι μόνο των περιβόητων δικών αλλά και ολόκληρης της εποχής τους. Δεν έχει αποκτήσει απλώς κάποιες γνώσεις πάνω σε ένα ιστορικό γεγονός. Τις έχει τοποθετήσει στο πολιτικό και πολιτισμικό τους περιβάλλον και για αυτό τις έχει συνειδητοποιήσει. Και είναι αυτό ακριβώς που του επιτρέπει να τις καθρεφτίσει στο παρόν και να εντοπίσει εν τέλει αναλογίες, ομοιότητες και συγγένειες με τον εαυτό του και την εποχή του.
Και παράλληλα έχει διασκεδάσει και έχει ψυχαγωγηθεί.
Η δίκη του Αλκιβιάδη και των 72 της «7 Ιούνη» τυπώθηκε το 2009, επτά χρόνια μετά την σύλληψη των μελών της «17 Νοέμβρη» και μόλις δύο μετά τη δευτεροβάθμια καταδίκη τους ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που απαγγέλθηκε στις 17 Μαίου 2007. Σύμπτωση τυχαία; Επιτρέψτε μου να νομίζω πως όχι. Πιστεύω ότι για μία ακόμα φορά ο Ροβήρος Μανθούλης αναζήτησε στην Αρχαιότητα ισοδύναμα της σύγχρονης ζωής. Και διάλεξε το μέγα σκάνδαλο τρομοκρατίας και ιεροσυλίας του 415 π.Χ.[xxxi], στο οποίο είδε αναλογίες με την δίκη των μελών της «17 Νοέμβρη». Και οι δύο αυτές δίκες προκάλεσαν μέγιστο θόρυβο και ενδιαφέρον και απασχόλησαν ολόκληρη την κοινωνία, η καθεμία στην εποχή της. Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι Η δική του Αλκιβιάδη και των 72 της «7 Ιούνη» είναι ένα βιβλίο που την εποχή που είδε το φως της δημοσιότητας ήταν πολύ επίκαιρο.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό εύλογα κάποιος να αναρωτηθεί: ποιό κίνητρο θα μπορούσε άραγε να ωθήσει έναν κινηματογραφιστή να αφιερώσει τόσο χρόνο και ενέργεια σε αρχαιογνωστικές εντρυφήσεις, εκδίδοντας μάλιστα τέσσερα βιβλία με τέτοιο περιεχόμενο; Πού είναι τέλος πάντων το σημείο συνάντησης κινηματογράφου και Αρχαιότητας; Την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος ο Ροβήρος Μανθούλης: Μήν ψάχνετε γιά καμιά ἀρχαιολογική ἤ φιλολογική διατριβή σ’ αὐτή τή συλλογή, γράφει στον επίλογο του Ἀρχαίου ἐρωτικοῦ καί συμποσιακοῦ λεξιλογίου του. Ἕνα ντοκυμαντέρ εἶναι[xxxii]. Μία δήλωση που καταρχήν ξαφνιάζει, σε δεύτερη όμως σκέψη παύει να μοιάζει αλλόκοτη. Θα γράψει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του ίδιου αυτού βιβλίου: ‘Ὅσο καί νά φανεῖ παράδοξο, ἕνας κινηματογραφιστής εἶναι συχνά ἕνας καλός λεξικογράφος. Κάθε λέξη γι’ αὐτόν ἀποτελεῖ ἕνα πλάνο. … Οἱ λέξεις εἶναι σάν τά τοπία, ἔχουν τόν δικό τους φωτισμό, τήν ὑγρασία τους, τήν θερμοκρασία τους, τόν ἐσωτερικό τους ρυθμό. … Ὁ λεξικογράφος, σάν τόν κινηματογραφιστή, μοντάρει πλάνα, συνδυάζει ρυθμούς, φωτίζει γωνίες, προβάλλει σέ γκρό πλάν σημασίες, ὑπομνηματίζει λεκτικές συμπεριφορές[xxxiii]. Ιδού λοιπόν το σημείο τομής κινηματογράφου και γλώσσας, από το οποίο και πηγάζει η προσωπική σχέση του Ροβήρου Μανθούλη με την Αρχαιότητα και η ιδιαίτερη ματιά του σε αυτήν. Με συνείδηση κινηματογραφιστή οπτικοποιεί τις λέξεις, κινηματογραφεί τη γλώσσα και με αυτήν εργαλείο «ανα-παριστά» την Ιστορία· επιδιώκοντας να μας καταδείξει πως η τελευταία αυτή είναι πολύ συχνά μία επίκαιρη πραγματικότητα.
Κύριε Μανθούλη, η γοητευτική και απολαυστική περιπλάνησή σας σε τόπους της ελληνικής γλώσσας και της Αρχαίας Ιστορίας με αφετηρία και κατάληξη το παρόν, το προσωπικό σας και το συλλογικό, γέννησε για μας δώρα. Σας είμαστε ευγνώμονες για αυτό. Και σας ευχαριστούμε.
Δάφνη Παπαδάτου
επίκουρη καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ
[i] Θουκυδίδου Ιστορία (μετάφραση Άγγελου Βλάχου), ΙΙΙ, Αθήνα 1969, (στο εξής Θουκυδίδης), 6,1 (σελ. 83).
[ii] Θουκυδίδης 6,15 (σελ. 95).
[iii] Thucydidis de bello Peloponnesiaco libri oct, (εκδ. G. Boehme), Lipsiae 1867 (στο εξής Thucydides), 6,24.
[iv] Για τα γεγονότα αυτά βλ. Θουκυδίδη 6,27-9 (σελ. 104-5).
[v] Στο ίδιο 6,27 (σελ. 104).
[vi] Thucydides 6,53.
[vii] …εἴ τις ἄλλο τι οἶδεν ἀσἐβημα γεγενημένον (Thucydides 6,27) [η έμφαση δική μου].
[viii] Jacqueline de Romilly, Αλκιβιάδης ή οι κίνδυνοι της φιλοδοξίας (μετάφραση Μπάμπη Αθανασίου – Κατερίνας Μηλιαρέση), Αθήνα 1995, 110.
[ix] Θουκυδίδης 6,15 (σελ. 95).
[x] στο ίδιο 6,61 (σελ. 131).
[xi] Romilly, ό.π., 118.
[xii] Στο ίδιο 126.
[xiii] Στο ίδιο 114.
[xiv] Θουκυδίδης 6,53 (σελ. 124).
[xv] Στο ίδιο 6,60 (σελ. 129).
[xvi] Αθήνα 2009 (στο εξής Η δίκη).
[xvii] Η δίκη, 36.
[xviii] Παράθεσή τους στη Δίκη, 7-8.
[xix] Στο ίδιο, 7.
[xx] … μεγάλοις μηνύτροις δημοσίᾳ οὗτοί τε (ενν. οἱ Ἀθηναίοι) ἐξητοῦντο (Thucydidis, 6,27).
[xxi] Θουκυδίδης, 6,60 (σελ. 129).
[xxii] Η δίκη, 7.
[xxiii] Αθήνα 2007.
[xxiv] Χρονολόγιο, 212.
[xxv] Ἀρχαῖο ἐρωτικό καί συμποσιακό λεξιλόγιο, πρόλογος Κ. Γεωργουσόπουλος, Αθήνα 1999, 282.
[xxvi] https://www.scribd.com/document/18314405/%CE%9A%CE%A5%CE%A1%CE%9F%CE%A5-%CE%91%CE%9D%CE%91%CE%92%CE%91%CE%A3%CE%97?ad_group=Online+Tracking+Link&campaign=Skimbit%2C+Ltd.&content=10079&irgwc=1&keyword=ft500noi&medium=affiliate&source=impactradius
[xxvii] Βλ. σημ. 25.
[xxviii] Αθήνα 2008.
[xxix] Η δίκη, 7.
[xxx] Η δίκη, 37.
[xxxi] Η δίκη, 7.
[xxxii] Ἀρχαῖο ἐρωτικό καί συμποσιακό λεξιλόγιο, 282.
[xxxiii] στο ίδιο, 12.